απιοειδής

απιοειδής
ης, ες грушевидный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απιοειδής" в других словарях:

  • απιοειδής — ἀπιοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα αχλαδιού …   Dictionary of Greek

  • ἀπιοειδῆ — ἀπιοειδής like those of the pear tree neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπιοειδής like those of the pear tree masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπιοειδής like those of the pear tree masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • απιοκρινίδες — Θαλάσσια ζώα που αποτελούν την οικογένεια των κρινοειδών (εχινόδερμα) η οποία έχει εκλείψει. Χαρακτηριστικό των α. ήταν ο απιοειδής κάλυκας, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πλατύς, σκεπασμένος με πυκνές πλάκες, που στηριζόταν σε ποδίσκο με κυκλική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»